δισσογραφία
From LSJ
Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
English (LSJ)
ἡ, dittography, repetition of words by copyist, Simp. in Cat.88.24.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
ditografía, repetición de palabras por un copista, Simp.in Cat.88.24.
German (Pape)
[Seite 643] ἡ, doppelte Schreibart, zwiefache Leseart.
Greek Monolingual
και διττογραφία, η (AM δισσογραφία και διττογραφία)
η επανάληψη μιας λέξεως από τον αντιγραφέα του κειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -γραφία].