δισσογραφία

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισσογρᾰφία Medium diacritics: δισσογραφία Low diacritics: δισσογραφία Capitals: ΔΙΣΣΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: dissographía Transliteration B: dissographia Transliteration C: dissografia Beta Code: dissografi/a

English (LSJ)

ἡ, dittography, repetition of words by copyist, Simp. in Cat.88.24.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
ditografía, repetición de palabras por un copista, Simp.in Cat.88.24.

German (Pape)

[Seite 643] ἡ, doppelte Schreibart, zwiefache Leseart.

Greek Monolingual

και διττογραφία, η (AM δισσογραφία και διττογραφία)
η επανάληψη μιας λέξεως από τον αντιγραφέα του κειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -γραφία].