θαρσαλέως
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
French (Bailly abrégé)
ion. et anc. att. c. θαρραλέως.
Russian (Dvoretsky)
θαρσᾰλέως: новоатт. θαρρᾰλέως
1) смело, бесстрашно, уверенно (ἀγορεύειν Hom.; θαροαλεώτερον ἀγωνίζεσθαι Arst.): θαρσαλεώτερον ἔσται Hom. (у меня) будет больше уверенности; θ. ἔχειν πρὸς θάνατον Plat. не бояться смерти;
2) дерзко, нагло (λέγειν ψεύδη Isae.).