θαρσαλέως
From LSJ
ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines
French (Bailly abrégé)
ion. et anc. att. c. θαρραλέως.
Russian (Dvoretsky)
θαρσᾰλέως: новоатт. θαρρᾰλέως
1 смело, бесстрашно, уверенно (ἀγορεύειν Hom.; θαροαλεώτερον ἀγωνίζεσθαι Arst.): θαρσαλεώτερον ἔσται Hom. (у меня) будет больше уверенности; θ. ἔχειν πρὸς θάνατον Plat. не бояться смерти;
2 дерзко, нагло (λέγειν ψεύδη Isae.).