βραχέως

From LSJ
Revision as of 06:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de courte durée;
2 brièvement, en peu de mots;
Cp. βραχύτερα, Sp. βραχύτατον.
Étymologie: βραχύς.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχέως: (compar. βραχυτέρα и βραχυτέρως)
1) редко, изредка, мало (πολέμους ἐπ᾽ ἀλλήλους ἐπιφέρειν Thuc.);
2) кратко, вкратце (ἀπολογεῖσθαι Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραχέως adv. van βραχύς.