ἀναλγήτως
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec cruauté;
2 avec impassibilité.
Étymologie: ἀνάλγητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλγήτως:
1) равнодушно, бесстрастно Plut.;
2) бесчувственно, безжалостно Soph.