ἰδιωτικῶς
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
French (Bailly abrégé)
adv.
1 comme un simple particulier, d’une façon vulgaire;
2 d’une manière simple, négligée, càd sans préparation, sans exercice : ἰδιωτικῶς τὸ σῶμα ἔχειν XÉN négliger les exercices du corps.
Étymologie: ἰδιωτικός.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιωτικῶς: просто, неумело, неискусно, грубо (μὴ φαύλως μηδ᾽ ἰ., ἰ. καὶ γελοίως Plat.): ἰ. ἔχειν Plat. быть неопытным; ἰ. τὸ σῶμα ἔχειν Xen. пренебрегать гимнастическими упражнениями.