ἰδιωτικός

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐωτικός Medium diacritics: ἰδιωτικός Low diacritics: ιδιωτικός Capitals: ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: idiōtikós Transliteration B: idiōtikos Transliteration C: idiotikos Beta Code: i)diwtiko/s

English (LSJ)

ἰδιωτική, ἰδιωτικόν,
A of a private person or for a private person, private, σῖτος καὶ ἑωυτοῦ καὶ ἰδιωτικός Hdt.1.21; πύργος Id.4.164; opp. δημόσιος, ἱερά SIG1015.9 (Halic.); opp. κοινός, οἰκίαι ib.987.5 (Chios, iv B.C.); opp. βασιλικός, Pl.Criti.117b, cf. Isoc.9.72; ἰδιωτικὸν σύγγραμμα, opp. πολιτικόν, Pl.Phdr.258d; ἰ. τριήρεις, opp. the Paralos, D.21.174; οἰωνὸς οὐκ ἰδιωτικός, i.e. indicating royalty, X.An.6.1.23; ἰδιωτικὴ τράπεζα private bank, PLond.3.1168.21 (i A.D.); δάνεια, opp. δημόσια, ib.932.8 (iii A.D.); συμβόλαια D.H.10.57; ἰδιωτικοὶ λόγοι speeches in private suits, Id.Dem.56; καθαρὸς ἀπὸ δημοσίου ἢ ἰδιωτικοῦ free from public or private encumbrance, BGU446.15 (ii A.D.); ἰδιωτικὸς κανών impost on private land, POxy.2124.10 (iv A.D.).
II not done by rules of art, unprofessional, amateurish, Pl.Euthd.282d; φαῦλον καὶ ἰδιωτικόν Id.Hp.Ma.287a, Ion532e; λέξις S.E.M.1.234; λήμματα Gal. 5.213; of language, commonplace, everyday, τὸ ἰδιωτικόν Arist.Po.1458a21, 32, cf. D.L.10.13 (Sup.); but also, vulgar, Phld.Po.2.71, Longin. 43.1. Adv., μὴ φαύλως μηδὲ ἰδιωτικῶς Pl.Lg.966e; ἰδιωτικῶς καὶ γελοίως Id.Euthd.278d; ἰδιωτικῶς ἔχειν Id.Cra.394a; ἰδιωτικῶς τὸ σῶμα ἔχειν, i.e. to neglect gymnastic exercises, Id.Lg.839e, X.Mem.3.12.1; also, in a special way, Phld.D.3.8.
III of persons, unprofessional, Apollon.Cit. 3.
IV ἄρτοι ἰδιωτικοί common bread, UPZ94.17 (ii B.C.).
V ἰδιωτικὸς βίος cloistered life, Marcellin.Puls.138.

German (Pape)

[Seite 1238] den Privatmann betreffend; σῖτος καὶ ἑωυτοῦ (βασιλέως) καὶ ἰδιωτικός Her. 1, 21; Gegensatz von βασιλικός, Plat. Critia 117 b; εἴτε πολιτικὸν σύγγραμμα εἴτε ἰδιωτικόν Phaedr. 258 d; λόγοι Rep. VI, 492 d; Folgde; λόγοι, Privatsachen, D. Hal. de vi Dem. 56. – Kunstlos, unerfahren, unwissend, Plat. Ion 532 b Euthyd. 282 d u. Sp.; ὑπόνοια, dem συνετός entggstzt, S. Emp. adv. phys. 1, 63. – Adv., ἰδιωτικῶς ἔχειν, unerfahren sein, Plat. Crat. 394 a; aber εὖ τὸ σῶμα ἔχων καὶ μὴ ἰδιωτικῶς ἢ φαύλως Legg. VIII, 839 e bezieht sich, wie Xen. Mem. 3, 12, 1 ff., auf vernachlässigte Ausbildung des Körpers durch die gymnastischen Übungen. Auch vom Ausdrucke, gemein, Arist. poet. 22.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 d'homme privé, de simple particulier, de simple citoyen : ἰδιωτικὴ τριήρης DÉM galère privée, p. opp. à la galère Paralienne;
2 qui concerne les gens du commun, les ignorants ; trivial, vulgaire.
Étymologie: ἰδιώτης.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιωτικός: (ῐδ)
1 частный, принадлежащий частному лицу (σῖτος Her.; τριήρης Dem.; χωρία Arst.; βίος Plut.);
2 частный, личный (σύγγραμμα Plat.);
3 простой, обыкновенный: οἰωνὸς οὐκ ἰ. καὶ ἔνδοξος Xen. знамение незаурядное и предвещающее славу;
4 простонародный (γλῶττα Arst.): ἐν ἰδιωτικῷ σχῆματι Plat. в одежде простолюдина;
5 простой, неискусный (παράδειγμα Plat.);
6 неученый, неумелый, грубый (ἀνήρ, πρᾶγμα Plat.; ῥήτορες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιωτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἰδιώτην, σῖτος καὶ ἑαυτοῦ (τοῦ τυραννεύοντος τῆς Μιλήτου Θρασυβούλου) καὶ ἰδιωτικὸς Ἡρόδ. 1. 21· ἐς πύργον μέγαν... καταφυγόντας ἰδιωτικὸν 4. 164· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βασιλικός, Πλάτ. Κριτί. 117Β· πρὸς τὸ πολιτικός, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 258D· ίδιωτικὴ τριήρης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Πάραλον, Δημ. 570, ἐν τέλ.· οἰωνός οὐκ ίδιωτικός, οὐχὶ ἐκ τῶν συνήθων, ἀλλὰ προμηνύων μέγα τι, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 23· ἰδιωτικοὶ λόγοι, ὑποθέσεις ἰδιωτικαί, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 56. ΙΙ. μὴ πεποιημένος κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, ἄξεστος, ἄτεχνος, Πλάτ. Εὐθύδημ. 282D· φαῦλον καὶ ἰδιωτικὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 287, ἐν Ἴωνι 532D, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· τὸ ἰδ. ἐν τῇ λέξει Ἀριστ. Ποιητ. 22. 7 κἑξ.· ἐν τῷ Ἐπιρρ., μὴ φαύλως μηδὲ ἰδιωτικῶς Πλάτ. Νόμ. 966Ε, πρβλ. 839Ε· ἰδιωτικῶς καὶ γελοίως ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 278D· ἰδιωτικῶς ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 394Α· οὕτως, ἰδιωτικῶς τὸ σῶμα ἔχειν, ἀμελεῖν τῶν σωματικῶν ἀσκήσεων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 12, 1· - πρβλ. ἰδιώτης ΙΙΙ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ιδιωτικός, -ή, -όν) ιδιώτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» — δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ.
1. «ιδιωτικά συμβόλαια» — συμβόλαια που γίνονται μεταξύ ιδιωτών
2. «ιδιωτική κατηγορία» — η άσκηση ποινικής αγωγής από αδικημένο άτομο
3. «ιδιωτικό δίκαιο» — το δίκαιο που ρυθμίζει τις σχέσεις τών ατόμων μεταξύ τους
μσν.
1. αυτός που έγινε από άπειρο άνθρωπο
2. ο ιδιόκτητος
3. κοσμικός, σε αντιδιαστολή προς τον ιερό ή τον εκκλησιαστικό
αρχ.
1. (για λόγο, ύφος, έκφραση) αυτός που λέχθηκε άτεχνα, άκομψα
2. (για γλώσσα) χυδαία
3. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει ειδικό επάγγελμα
4. φρ. α. «ἰδιωτικὸν σύγγραμμα» — σύγγραμμα που δεν έχει πολιτικό περιεχόμενο (Πλάτ.)
β) «ἰδιωτικὸς κανών» — φόρος που επιβαλλόταν σε ιδιώτη για γη που του ανήκε
γ. «ἰδιωτικὸς οἰωνός» — οιωνός που δεν προλέγει σημαντικά πράγματα
δ) «ἰδιωτικός βίος» — μοναχικός βίος.
επίρρ...
ιδιωτικώς και -ά (Α ἰδιωτικῶς)
νεοελλ.
1. με τρόπο που αρμόζει σε ιδιώτη
2. ατομικά, προσωπικά
3. εμπιστευτικά
αρχ.
1. ατέχνως
2. με ειδικό τρόπο
3. φρ. «ἰδιωτικῶς τὸ σῶμα ἔχω» — αμελώ τις σωματικές ασκήσεις.

Greek Monotonic

ἰδιωτικός: -ή, -όν,
I. αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται σε ιδιώτη, ιδιωτικός, σε Ηρόδ., Αττ.
II. μη κατασκευασμένος με τους κανόνες της τέχνης, άξεστος, άτεχνος, ερασιτεχνικός, σε Πλάτ. — επίρρ., ἰδιωτικῶς τὸ σῶμα ἔχειν, δηλ. παραμελώ τις γυμναστικές ασκήσεις, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἰδιωτικός, ή, όν [from ἰδιώτης
I. of or for a private person, private, Hdt., Attic
II. not done by rules of art, unprofessional, unskilful, rude, Plat.:—adv., ἰδιωτικῶς τὸ σῶμα ἔχειν, i. e. to neglect gymnastic exercises, Xen.

English (Woodhouse)

lay, of a layman, of a private person

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)