Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
ἐστρωμένος: μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ στορέννυμι, «στρωμένος» Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 159.