Σαρδόνιος

Revision as of 09:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Sardaigne ; οἱ Σαρδόνιοι les Sardes.
Étymologie: Σαρδώ.

Greek Monolingual

και Σαρδώνιος, -ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Σαρδώ ή ο κάτοικος της Σαρδούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. της γεν. του ον. Σαρδώ, η οποία απαντά και με την μορφή Σαρδ-όνος (όπως θα σχηματιζόταν από τ. ονομαστικής Σαρδών) + κατάλ. -ιος].

Russian (Dvoretsky)

Σαρδόνιος: II ὁ уроженец или житель Сардинии Her.

Russian (Dvoretsky)

Σαρδόνιος: сардинский Her., Theocr.