πατροφονεύς

Revision as of 05:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

έως, Ep. ῆος, ὁ,

   A murderer of one's father, [Ὀρέστης] ἔκτανε πατροφονῆα Αἴγισθον... ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα Od.1.299, cf. 3.197.

German (Pape)

[Seite 536] ὁ, Vatermörder, Od. 1, 299. 3, 197. 307.

Greek (Liddell-Scott)

πατροφονεύς: έως, Ἐπικ. ῆος, ὁ, ὁ φονεύσας τὸν πατέρα τινός, [Ὀρέστης] ἔκτανε πατροφονῆα Αἴγισθον .. ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα Ὀδ. Α. 299, πρβλ. Γ. 197.

French (Bailly abrégé)

έως, épq. -ῆος (ὁ) :
c. πατροφόνος.

English (Autenrieth)

ῆος: murderer of a father. (Od.)

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο φονέας του πατέρα κάποιου («[Ορέστης] ἔκτανε πατροφονῆα Αἴγισθον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + φονεύς (πρβλ. ανδρο-φονεύς)].

Greek Monotonic

πατροφονεύς: -έως, Επικ. -ῆος, (*φένω), δολοφόνος του πατέρα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πατροφονεύς: έως, эп. ῆος ὁ Hom. = πατροφόνος II.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατροφονεύς -έως, ὁ [πατροφόνος] vadermoordenaar.

Middle Liddell

πατρο-φονεύς, έως, ὁ, [*φένω
murderer of one's father, Od.