σισυριγχίον
English (LSJ)
τό,
A Barbary nut, Iris Sisyrinchium, Thphr.HP1.10.7.
German (Pape)
[Seite 884] τό, ein Bollengewächs, dessen Bolle süß war, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
plante mal identifiée (sorte d’iris).
Étymologie: DELG étym. obsc.
Greek Monotonic
σῐσῠριγχίον: τό, βολβοειδές φυτό του είδους της Ίριδας, σε Θεόφρ.