καταγώνισις

Revision as of 15:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A conquest, Gloss., Hsch. (κατάγωσις cod.).

German (Pape)

[Seite 1344] ἡ, das Niederkämpfen, die Ueberwältigung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰγώνισις: -εως, ἡ, νίκη, Γλωσσ.· οὕτως ἀναγνωστέον παρ’ Ἡσύχ. ἀντὶ κατάγωσις·- ὡσαύτως καταγωνισμός, ὁ, Πολυδ. Θ´ 142.

Greek Monolingual

καταγώνισις, ἡ (Α) καταγωνίζομαι
νίκη, κατίσχυση.