αἱμόρρυσις
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = αἱμόρροια, Poll.4.186.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμόρρῠσις: -εως, ἡ, = αἱμόρροια, Πολυδ. 4. 186.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ hemorragia, flujo de sangre Poll.4.186.