μισοπροσήγορος
English (LSJ)
ον,
A = ἀπροσήγορος, Poll.5.138. Adv. -ως ib.139.
German (Pape)
[Seite 192] = ἀπροσήγορος, Poll. 5, 138.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοπροσήγορος: -ον, = ἀπροσήγορος, Πολυδ. Ε΄, 138. - Ἐπίρρ. -ως, αὐτόθι 139.
Greek Monolingual
μισοπροσήγορος, -ον (Α)
ακοινώνητος, αγροίκος.
επίρρ...
μισοπροσηγόρως (Α)
με μισοπροσήγορο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + προσήγορος «αυτός που ομιλεί, που απευθύνει χαιρετισμό»].