ἀπροσήγορος
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ἀπροσήγορον, not to be accosted, unapproachable, of a man, S.OC1277; of a lion, Id.Tr.1093; without intercourse or without conversation, Plu.2.679a.
Spanish (DGE)
-ον
a quien no se puede hablar, inabordable τὸ δυσπρόσοιστον κἀπροσήγορον στόμα S.OC 1277
•de ahí fig. fiero, terrible λέοντ', ἄπλατον θρέμμα κἀπροσήγορον S.Tr.1093
•en que no se puede hablar συνουσία Plu.2.679a.
German (Pape)
[Seite 339] 1) den man nicht anreden kann, unfreundlich, unerbittlich, grausam (nach B. A. 440 ὃν οὐχ οἷόν τε προσαγορεῦσαι διὰ τρόπου τραχύτητα), στόμα πατρός Soph. O. C. 1279; so heißt der Nemeische Löwe, Tr. 1083. – 2) nicht anredend, nicht grüßend, Plut. Symp. 5, 5, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à qui l'on ne peut adresser la parole ; terrible;
2 qui n'adresse la parole à personne, insociable.
Étymologie: ἀ, προσαγορεύω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπροσήγορος, -ον) προσήγορος
νεοελλ.
ακοινώνητος, αγροίκος.
Greek Monotonic
ἀπροσήγορος: -ον, αυτός που δεν είναι ευπροσήγορος, ομιλητικός· απρόσιτος, αγριωπός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροσήγορος:
1 неприветливый, неласковый (στόμα Soph.; τὸ πλῆθος Plut.);
2 неприступный, свирепый (sc. λέων Soph.).
Middle Liddell
not to be accosted, savage, Soph.