προσήγορος

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσήγορος Medium diacritics: προσήγορος Low diacritics: προσήγορος Capitals: ΠΡΟΣΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: prosḗgoros Transliteration B: prosēgoros Transliteration C: prosigoros Beta Code: prosh/goros

English (LSJ)

Dor. ποτάγορος, ον, (ἀγορεύω)
A addressing, accosting, αἱ π. δρύες the speaking oaks, A.Pr.832; τί δῆτ' ἐμοὶ… προσήγορον ἔτ' ἔστ' ἀκούειν; what word addressing me, i.e. addressed to me…? S.OT1338 (lyr.); π. φάτιν ὤρεξε Moschio Trag.9.8: c. gen., Παλλάδος εὐγμάτων προσήγορος addressing prayers to her, addressing her, S.Ant.1185: in late Prose, conversing, γνώριμοί τε καὶ π. Iamb.VP33.237.
2 generally, conversable, mutually agreeable, φίλοι τι καὶ π. ἀλλήλοις Pl.Tht.146a; θεοῖς π. Max.Tyr.11.8; γενόμενος ἐν τοῖς μάλιστα π. his chief friend, D.H. 1.70; συμπόσιον μηκέτι π. ἑαυτῷ, i.e. too large for general conversation, Plu.2.678d; γνώριμα καὶ π. familiar, of ideas, Id.Cic.40.
3 of things, agreeing, πάντα π. καὶ ῥητὰ πρὸς ἄλληλα Pl.R. 546b, cf. Philol.11; ὁμόφρονα καὶ ποτάγορα ἀλλάλοις Polus ap. Stob.3.9.51.
II Pass., addressed, τῷ π.; by whom accosted? S.Ph.1353, cf. OT1437.
2 called, πόλις δὲ Μυσῶν Μυσία π. Id.Fr.411.

German (Pape)

[Seite 764] 1) anredend, begrüßend, Παλλάδος θεᾶς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος, Soph. Ant. 1170, Schol. δι' εὐχῶν προσαγορεύουσα, wie Hesych. erkl. προσκυνητής; bei Aesch. Prom. 834 sind προσήγοροι δρύες die Eichen Dodona's, welche Orakel geben. – 2) pass., angeredet, begrüßt, τῷ προσήγορος; Soph. Phil. 1337, Schol. τίς με προσαγορεύσει; vgl. O. R. 1338; dah. übh. Jemandem willkommen, befreundet, φίλους τε καὶ προσηγόρους ἀλλήλοις γίγνεσθαι, Plat. Theaet. 146 a; übereinstimmend, Rep. VIII, 546 b; καὶ γνώριμοι, Sp., wie Plut. Cic. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui adresse la parole à ; en parl. de la parole elle-même qui s'adresse à, τινι ; qui salue, qui invoque, gén.;
II. 1 à qui on adresse la parole ; abordable;
2 à qui on parle familièrement, familier, intime.
Étymologie: πρός, ἀγορά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσήγορος -ον [πρός, ἀγορεύω] toesprekend:; αἱ προσήγοροι δρύες de sprekende eiken Aeschl. PV 832; met gen..; θεᾶς... εὐγμάτων προσήγορος mijn gebeden uitsprekend tot de godin Soph. Ant. 1185; overeenstemmend:; πρὸς ἄλληλα overeenstemmend met elkaar Plat. Resp. 546b; vertrouwd. φίλους τε καὶ προσηγόρους ἀλλήλοις γίγνεσθαι bevriend en vertrouwd met elkaar te worden Plat. Tht. 146a. toegesproken:. τί δῆτ’ ἐμοί... προσήγορον ἔτ’ ἔστ’ ἀκούειν ἡδονᾷ; welke groet is dan voor mij nog met vreugde aan te horen? Soph. OT 1338; θνητῶν... μηδενὸς προσήγορος door geen enkel toegesproken Soph. OT 1437.

Russian (Dvoretsky)

προσήγορος:
1 обращающийся с речью: Παλλάδος εὐγμάτων π. Soph. возносящий моления Палладе; θνητῶν μηδενὸς π. Soph. не слышащий голоса человеческого; αἱ προσήγοροι δρύες Aesch. вещие дубы (в Додоне); τῷ π.; Soph. с кем посмею заговорить?;
2 общительный, обходительный (φίλους τε καὶ προσηγόρους ἀλλήλοις γενέσθαι Plat.);
3 (о словах), общеупотребительный (τὰ γνώριμα καὶ προσήγορα, sc. ὀνόματα Plut.);
4 соответствующий, согласующийся: προσήγορα καὶ ῥητὰ πρὸς ἄλληλα Plat. взаимно согласующиеся и соразмерные элементы; συμπόσιον μηκέτι προσήγορον ἑαυτῷ Plut. пир, не подходящий (т. е. слишком многолюдный) для всеобщей беседы;
5 именуемый, называемый (πόλις Μυσῶν Μυσία π. Soph.).

Greek Monolingual

-ον, και δωρ. τ. ποτάγορος, Α
1. αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος», Σοφ.)
2. (για τις μαντικές βαλανιδιές της Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά τους εκφωνούν χρησμούς («αἱ προσήγοροι δρύες», Αισχύλ.)
3. ευπροσήγορος, ομιλητικός («φίλους τε καὶ προσηγόρους ἀλλήλοις γίγνεσθαι», Πλάτ.)
4. κατάλληλος, ταιριαστόςπάντα προσήγυρα καὶ ῥητὰ πρὸς ἄλληλα», Πλάτ.)
5. οικείος, γνωστός («φωνὴν προσήγορον τοῖς ἅγίοις», Μέγ. Βασ.)
6. (με παθ. σημ.) α) αυτός τον οποίο προσφωνούν («τῷ προσήγορος» Σοφ.)
β) αποκαλούμενος, ονομαζόμενος («πόλις δὲ Μυσῶν Μυσία προσήγορος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- / ποτ- (βλ. λ. ποτί) + -ηγορος (< ἀγορεύω) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συνήγορος)].

Greek Monotonic

προσήγορος: Δωρ. ποτάγορος, -ον (ἀγορεύω),
I. 1. προσαγορεύων, προσφωνών, αἱπροσήγοραι δρύες, οι ομιλούσες δρύες, σε Αισχύλ.· τί ἐμοὶ προσήγορον; ποια λέξη με προσφωνεί, δηλ. προσφωνείται από μένα; σε Σοφ.· με διπλή γεν., Παλλάδος εὐγμάτων προσήγορος, απευθύνει ευχές σ' αυτή, στον ίδ.
2. γενικά, ομιλητικός, ευπροσήγορος, κοινωνικά αποδεκτός, σε Πλάτ.
3. λέγεται για πράγματα, σύμφωνος, αρμόζων, στον ίδ.
II. Παθ., τῷ προσήγορος; από ποιον προσφωνήθηκε; σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προσήγορος: Δωρ. ποτάγορος, ον, (ἀγορεύω), ὁ προσαγορεύων, προσφωνῶν ἢ ὁ ἐκπέμπων φωνήν, αἱ πρ. δρύες, αἱ ὁμιλοῦσαι δρ., Αἰσχύλ. Πρ. 832· τί δῆτ’ ἐμοί... προσήγορον ἔτ’ ἔστ’ ἀκούειν; τί προσήγορον λόγον ἤτοι προσαγόρευσιν πρὸς ἐμὲ ἀποτεινομένην...; Σοφ. Ο. Τ. 1338· μετὰ γεν., Παλλάδος θεᾶς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος, «τουτέστιν ἵνα εὐχὰς αὐτῇ προσφέρω» (Σχόλ.), ὁ σὐτ. ἐν Ἀντ. 1185. 2) καθόλου, εὐπροσήγορος, ὁμηλιτικός, ἀμοιβαίως εὐχάριστος, φίλοι καὶ πρ. ἀλλήλοις Πλάτ. Θεαίτ. 146Α· γνώριμοί τε καὶ πρ. Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 237· θεοῖς πρ. Μάξ. Τύρ. 11. 8· πρ. τινος, φίλος, Διον. Ἁλ. 1. 70· συμπόσιον οὐ πρ. ἑαυτῷ, παρὰ πολὺ μέγα ἢ ὥστε νὰ ἐπιδέχηται γενικὴν ὁμιλίαν, Πλούτ. 2. 678D· γνώριμα καὶ πρ. οἰκεῖος, ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 40. 3) ἐπὶ πραγμάτων, σύμφωνος, ἁρμόζων, πάντα πρ. καὶ ῥητὰ πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Πολ. 546Β· ὁμόφρονα καὶ ποτάγορα ἀλλάλοις Πῶλος παρὰ Στοβ. τ. 9. 54· οὕτω παρ’ ἄλλοις μεταγενεστέροις Πυθαγορείοις, σύμφωνα καὶ ποτάγορα, ὁμοῖα καὶ π., κτλ. ΙΙ. Παθ., προσφωνούμενος, προσαγορευόμενος, τῷ πρ.; ὑπὸ τίνος προσφωνηθείς; Σοφ. Φιλ. 1353. 2) καλούμενος, ὀνομαζόμενος, πόλις δὲ Μυσῶν... πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 360.

Middle Liddell

προσ-ήγορος, δοριξ ποτάγορος, ον, ἀγορεύω
I. addressing, accosting, αἱ πρ. δρύες the speaking oaks, Aesch.; τί ἐμοὶ προσήγορον; what word addressing me, i. e. addressed to me? Soph.; c. dupl. gen., Παλλάδος εὐγμάτων προσήγορος addressing prayers to her, Soph.
2. generally, conversable, mutually agreeable, Plat.
3. of things, agreeing, Plat.
II. pass. τῷ προσήγορος; by whom accosted? Soph.