πισσουργός

Revision as of 13:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of pitch, ibid.

German (Pape)

[Seite 619] att. -ττουργός, Pech machend, Theer schwelend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πισσουργός: Ἀττ. πιττ-, όν, (*ἔργω) κατεργαζόμενος τὴν πίσσαν, δεῖται δὲ ὁ ναυπηγός… καὶ πιττουργοῦ καὶ στυππειοποιοῦ Θεοδωρήτου περὶ Ὕλης καὶ Κόσμου σελ. 176, ἔκδ. Gaisford, Πολυδ. Ζʹ, 101.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και αττ. τ. πιττουργός, Α
παρασκευαστής πίσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + -ουργός (< έργον)].