αἰκίστρια
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
ἡ (as if from a masc. αἰκιστής),
A she who tortures, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
αἰκίστρια: «ἡ αἰκίζουσα», Ζωναρ. = ἡ κακοποιοῦσα.
Spanish (DGE)
-ας torturadora Sud.