γάδιξις
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ὁμολογία, Hsch. (ϝάδ-). γᾶδος· γάλα, ἄλλοι ὄξος, Id.
Spanish (DGE)
ἡ var. dial. de ἅδιξις q.u., Hsch.