γλάχων
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
Full diacritics: γλάχων | Medium diacritics: γλάχων | Low diacritics: γλάχων | Capitals: ΓΛΑΧΩΝ |
Transliteration A: gláchōn | Transliteration B: glachōn | Transliteration C: glachon | Beta Code: gla/xwn |
[ᾱ], Dor. for γλήχων,
A v. βλήχων.
γλάχων: [ᾱ], Δωρ. ἀντὶ γλήχων, ἴδε ἐν λ. βλήχων.
γλάχων: και γλακὼ[ᾱ], Δωρ. αντί γλήχων, -ώ, βλ. βλήχων.
γλάχων: дор. Arph. = γλήχων.