μελαναίων

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰναίων Medium diacritics: μελαναίων Low diacritics: μελαναίων Capitals: ΜΕΛΑΝΑΙΩΝ
Transliteration A: melanaíōn Transliteration B: melanaiōn Transliteration C: melanaion Beta Code: melanai/wn

English (LSJ)

(μελανεών Bgk.), ωνος, ὁ,

   A the part of a ship covered with pitch, Ar.Fr. 817.

Greek (Liddell-Scott)

μελαναίων: (Bgk. μελανεών), ὁ, τὸ μέρος τοῦ πλοίου τὸ κεκαλυμμένον διὰ πίσσης, Ἀριστοφ. παρ’ Ἡσυχ.

Greek Monolingual

μελαναίων, -ωνος, ὁ (Α)
το μέρος του πλοίου που είναι αλειμμένο με πίσσα.