παλλάχανον
From LSJ
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
English (LSJ)
κρόμμυον (Ascalon), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
παλλάχανον: «κρόμμυον. Ἀσκαλωνῖται» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
παλλάχανον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κρόμμυον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + λάχανον.