φορβαία
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
ἡ, late form of φορβειά, LXXJb.40.20(25), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
φορβαία: ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ φορβεία, Ἑβδ. (Ἰὼβ Μϳ, 20). Καθ’ Ἡσύχ. : «φορβαίαν· περιστόμιον, καπίστριον».