χρυσοραγές

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοραγές Medium diacritics: χρυσοραγές Low diacritics: χρυσοραγές Capitals: ΧΡΥΣΟΡΑΓΕΣ
Transliteration A: chrysoragés Transliteration B: chrysorages Transliteration C: chrysorages Beta Code: xrusorage/s

English (LSJ)

χρυσοβαφές, Hsch. (cf. ῥέζω (B), ῥογεύς).

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «χρυσοβαφές».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ραγές, ουδ. του -ραγής (< συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- της ρίζας του ρ. ῥέζω «βάφω»)].