ἀντίγραμμα

Revision as of 15:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A duplicate letter, Luc.Herm.40;=ἀντίγραφον, Gal.17.59.

German (Pape)

[Seite 250] τό, Gegenschrift, Abschrift, Luc. Hermot. 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίγραμμα: τό, = ἀντίγραφον, Λουκ. Ἑρμότ. 40.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
duplicado o copia de una carta, Luc.Herm.40
en plu. copias de tratados de medicina, Gal.17(1).59.

Greek Monolingual

ἀντίγραμμα, το (Α)
αντίγραφο.

Greek Monotonic

ἀντίγραμμα: -ατος, τό = ἀντίγραφον, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίγραμμα: ατος τό Luc. = ἀντίγραφον.

Middle Liddell

= ἀντίγραφον, Luc.