μωρούμαι

From LSJ
Revision as of 11:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

μωροῡμαι, -όομαι (Α) μωρός
1. καθίσταμαι μωρός, νωθρός, αδρανής, εμβρόντητος, μένω με ανοιχτό το στόμα
2. (η μτχ. παρακμ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεμωρωμένα
η μωρία (Ιπποκρ.).