θειοδάμη
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (δαμάω)
A she who tames the gods, Suid.:—Adj. θειό-δᾰμος, ἀνάγκαι Orac. ap. Porph. ap. Eus. PE5.8.
Greek (Liddell-Scott)
θειοδάμη: ἡ, (δαμάω) ἡ τοὺς θεοὺς δαμάζουσα, Χρησμ. παρὰ Σουΐδ.