endanger
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. εἰς κίνδυνον καθιστάναι, Ar. and P. κινδυνεύειν (dat. or περί, gen.). V. κινδύνῳ βάλλειν.
hazard: Ar. and P. παραβάλλεσθαι, V. παραρρίπτειν, προβάλλειν, προτείνειν, P. ὑποτιθέναι.
be endangered: P. κινδυνεύεσθαι (pass.).