excel
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. κρατεῖν, ὑπερβάλλειν, προὔχειν (gen.), ὑπερέχειν (gen.), ὑπερφέρειν (acc. or gen.), ὑπερθεῖν, P. διαφέρω, διαφέρειν (gen.), περιεῖναι (gen.), ὑπεραίρειν, Ar. and P. περιγίγνεσθαι (gen.), V. ὑπερτρέχειν.
go beyond: P. and V. παρέρχεσθαι (acc.). Absol. P. and V. ὑπερβάλλειν, ὑπερφέρειν, προὔχειν, P. διαφέρω, διαφέρειν, προφέρειν, ὑπεραίρειν.