Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Ar. and P. τορύνη, ἡ, Ar. ἐτνήρυσις, ἡ.