Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
P. αἰώρησις, ἡ (Plato).
tossing: Ar. and V. σάλος, ὁ.
shock of earthquake: P. and V. σεισμός, ὁ.
Met., hesitation: P. and V. ὄκνος, ὁ.