αἱμοσταγής

Revision as of 12:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ές,

   A = αἱματοσταγής, E.Fr.384.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμοστᾰγής: -ές, = αἱματοσταγής, Εὐρ. Ἀποσπ. 388.

Spanish (DGE)

(αἱμοστᾰγής) -ές
que gotea sangre, ensangrentado αἱ. ἔθνος A.Eu.365, cf. E.Fr.386c.

Greek Monotonic

αἱμοστᾰγής: -ές = αἱματο-σταγής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμοστᾰγής: Eur. = αἱματοσταγής.

Middle Liddell

= αἱματοσταγής, Eur.]