αὐχήεις
English (LSJ)
εσσα, εν,
A braggart, proud, Opp.H.2.677; [[[βοῦς]]] AP6.114 (Simm.).
German (Pape)
[Seite 405] εσσα, εν, prahlerisch, stolz, Opp. Hal. 2, 677; βοῦς Samii Ep. 1 (VI, 114); Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
αὐχήεις: εσσα, εν, ἀλαζών, κομπαστής, καυχητής, ὑπεροπτικός, Ὀππ. Ἁλ. 2. 677· βοῦς Ἀνθ. Π. 6. 114.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
fier, orgueilleux.
Étymologie: αὐχή.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
jactancioso, orgulloso αὐχήεντες Ἐλινοί Rhian.34, αὐχήεντας Ἴβηρας Opp.H.2.677, αὐχήεσσαν ... Λητώ Nonn.D.20.75, cf. 13.545, αὐχήεντες ὀπάονες Nonn.Par.Eu.Io.4.51, βοῦς AP 6.114 (Simm.).
Greek Monotonic
αὐχήεις: -εσσα, -εν, καυχησιάρης, υπερήφανος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αὐχήεις: ήεσσα, ήεν горделивый, величавый (βοῦς Hom.).