καυχητής
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
English (LSJ)
καυχητοῦ, ὁ, boaster, Sch.Il.7.96:—written καυχ-ηστής, EM121.6.
German (Pape)
[Seite 1409] ὁ, der Prahler, Schol. Il. 7, 96, Erkl. von ἀπειλητήρ. Bei E. M. 206, 22 f.l. καυχηστής.
Greek (Liddell-Scott)
καυχητής: -οῦ, ὁ, καυχώμενος, ὁ Σχολ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Η. 96 ἑρμηνεύει «ἀπειλητῆρες = καυχηταί», πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 449.
Greek Monolingual
καυχητής και καυχηστής, ὁ (Α) καυχώμαι
καυχηματίας, καυχησιάρης.