εὐδιάσπαστος

Revision as of 15:41, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον,

   A easily torn asunder, χάραξ Plb. 18.18.9.

German (Pape)

[Seite 1062] leicht zu zerreißen, zu zersprengen, χάραξ, Pol. 18, 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάσπαστος: -ον, εὐκόλως διασπώμενος, ἐξαγόμενος ἐκ τῆς γῆς εἰς ἣν ἐνεπάγη, ἐπὶ χαράκων, Πολύβ. 18. 1, 9.

Greek Monolingual

εὐδιάσπαστος, -ον (Α)
αυτός που διασπάται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διασπαστος (< διασπώ), πρβλ. αδιάσπαστος, δυσδιάσπαστος.

Russian (Dvoretsky)

εὐδιάσπαστος: легко разрываемый, легко разрушаемый (χάραξ Polyb.).