εὔοφρυς

Revision as of 15:48, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

υ,

   A with fine eyebrows, Philostr.Her.19.9, AP5.75 (Rufin.).

German (Pape)

[Seite 1085] mit schönen Augenbrauen, Rufin. 19 (V, 76).

Greek (Liddell-Scott)

εὔοφρῠς: υ, ἔχων ὡραίας ὀφρῦς, Ἀνθ. Π. 5. 76.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ, ἡ)
aux beaux sourcils.
Étymologie: εὖ, ὀφρύς.

Greek Monolingual

εὔοφρυς, -υ (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραία φρύδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οφρύς «φρύδι»].

Greek Monotonic

εὔοφρυς: -υ, αυτός που έχει ωραία φρύδια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔοφρυς: υος adj. с красивыми бровями (sc. γυνή Anth.).

Middle Liddell

with fine eyebrows, Anth.