κατακάρφω

Revision as of 14:09, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

fut. -κάρψω,

   A parch up, Hsch.:—Pass., wither, fall into the sere, A.Ag.80 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1352] einschrumpfen lassen, pass. vertrocknen, φυλλάδος ἤδη κατακαρφομένης Aesch. Ag. 80.

Greek (Liddell-Scott)

κατακάρφω: (ἴδε κάρφω), ποιῶ τι ὡς κάρφος, μαραίνωξηραίνω ἐντελῶς, ἀφανίζω, Ἡσύχ. - Παθ., ξηραίνομαι, πίπτω κάτω ξηρός, φυλλάδος κατακαρφομένης Αἰσχύλ. Ἀγ. 80.

French (Bailly abrégé)

dessécher entièrement.
Étymologie: κατά, κάρφω.

Greek Monolingual

κατακάρφω (Α)
ξηραίνω, μαραίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κάρφω «αποξηραίνω»].