= sq., metaph.,
A wear out, ἑαυτόν Them.Or.32.362b.
[Seite 1354] = Folgdm, übertr., ἑαυτόν, sich abquälen, Themist. or. 32 p. 362 b.
κατακναίω (Α)1. τρίβω2. φθείρομαι, καταπονούμαι, κουράζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κναίω «ξύνω»].