καταλαμπρύνω

Revision as of 21:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A make splendid, νεὼν κάλλει τε καὶ μεγέθει Procop. Aed.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

καταλαμπρύνω: λαμπρύνω, φωτίζω, τὸν ναὸν κάλλει καὶ φωτὸς αἴγλῃ Προκόπ.· μεταφ., νοῦν Κύριλλ.

Greek Monolingual

(AM καταλαμπρύνω) κατάλαμπρος
καθιστώ κάτι πολύ λαμπρό.