κελευσματικῶς

Revision as of 17:09, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Adv.

   A by way of command, Eust.1080.63.

German (Pape)

[Seite 1415] befehlend, Eust. 1080, 63.

Greek (Liddell-Scott)

κελευσματικῶς: Ἐπίρρ., διὰ κελεύσματος, προστακτικῶς διὰ προστάγματος, Εὐστ. 1080. 63.

Greek Monolingual

κελευσματικῶς (Μ) επίρρ. με κέλευσμα, προστακτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελευσματικός < κέλευσμα.