κριόστασις

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A station, position for a battering-ram, Ph.Bel. 92.19.

German (Pape)

[Seite 1510] ἡ, das Gestell des Mauerbrechers, Philo mathem.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑόστᾰσις: -εως, ἡ, ἡ ξυλίνη συσκευὴ ἡ ὑποστηρίζουσα τὸν πολιορκητικὸν κριόν, Ἀρχ. Μαθ. σ. 92.

Greek Monolingual

κριόστασις, -έως, ἡ (Α)
η ξύλινη βάση του πολιορκητικού κριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + στάσις (< ἵστημι), πρβλ. βού-στασις, ιππό-στασις].