Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
Full diacritics: κῠλῐκώδης | Medium diacritics: κυλικώδης | Low diacritics: κυλικώδης | Capitals: ΚΥΛΙΚΩΔΗΣ |
Transliteration A: kylikṓdēs | Transliteration B: kylikōdēs | Transliteration C: kylikodis | Beta Code: kulikw/dhs |
ες,
A like a cup, Sch.Theoc.2.2.
κῠλῐκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος κύλικι, «ποτήριον ξύλινον κυλικῶδες» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 2.
κυλικώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με κύλικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + κατάλ. -ώδης].