κυριττοί
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
οἱ,
A players who wear wooden masks, in Italy, Hsch.; cf. κύριθρα.
Greek Monolingual
κυριττοί, οἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κωμικοί ηθοποιοί που φορούσαν ξύλινα προσωπεία.