μισητής

Revision as of 17:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A hater, Gloss.

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, der Hasser.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσητής: -οῦ, ὁ, (μισέω) ὁ μισῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μισητής, Μ και μισηστής ὁ (ΑΜ) μισώ
αυτός που μισεί κάποιον, ο εχθρός.

Greek Monolingual

μισητής, Μ και μισηστής ὁ (ΑΜ) μισώ
αυτός που μισεί κάποιον, ο εχθρός.