μισώ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
(ΑΜ μισῶ, μισέω)
1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι
2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι μετονοματικό παράγωγο του μῖσος προσκρούει στη μαρτυρία του ομηρ. αορ. μίσησεν < μίσε(σ)σεν (το -η- πιθ. κατ' αναλογία του φίλησεν). Κατ' άλλη άποψη, όχι τόσο πιθ., η λ. συνδέεται με τα λατ. miser και mittō.
ΠΑΡ. μισητός
αρχ.
μίσηθρον, μίσημα, μισητός
αρχ.-μσν.
μισητής, μισώδης
μσν.
μισησιοί, μισισμός, μισωτής. Το ρ. μισώ εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή μισ(ο)-, πρβλ. φιλ(o)-. Η λ. μῖσος εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τις μορφές -μισής και -μισος.Σύνθ. με α' συνθετικό μισ(ο)-: μίσανδρος, μισάνθρωπος (Ι), μισέλλην, μισογύνης, μισόξενος
αρχ.
μισάγαθος, μισαθηναίος, μισαλάζων, μισαλέξανδρος, μισάλληλος, μισάμπελος, μισαπόδημος, μισαργυρία, μισάρετος, μισαρχία, μισέργατος, μίσεργος, μίσερως, μισέταιρος, μισηδονία, μισήλιος, μίσιππος, μισοβάρβαρος, μισοβασιλεύς, μισόγαμος, μισογείτων, μισόγελως, μισογόης, μισόδημος, μισοδημότης, μισοδιδασκαλία, μισοδικαστής, μισόδικος, μισόθηρος, μισόθριξ, μισοΐδιος, μισοίκειος, μίσοινος, μισοϊουδαίος, μισοκαίσαρ, μισόκακος, μισοκαλήμερος, μισοκερδής, μισοκύριος, μισοπόνηρος, μισόπονος, μισοπόρπαξ, μισοποσείδων, μισοπράγμων, μισοπρόβατος, μισοπροσήγορος, μισόπτωχος, μισοπώγων, μισορήτωρ, μισορώμαιος, μισόσοφος, μισολάκων, μισολάμαχος, μισόλεκτρος, μισόλογος, μισόνεικος, μισόνοθος, μισόνυμφος, μισοπαθής, μισόπαις, μισοπάρθενος, μισόπατρις, μισοπάτωρ, μισοπέρσης, μισοπλάτων, μισοπόλεμος, μισόπολις, μισοστρατιώτης, μισοσύλλας, μισοσύντυχος, μισοσώματος, μισότεκνος, μισοτύραννος, μισότυφος, μισοφίλιππος, μισοφιλόλογος, μισόφιλος, μισοφιλόσοφος, μισόφροντις, μισόχρηστος, μισόχρυσος, μισοψευδής, μισοψηφιστής, μίσυβρις
αρχ.-μσν.
μισάδελφος, μισόγυνος, μισόδοξος, μισόδουλος, μισόθεος, μισόκαλος, μισοφαής, μισόχριστος
μσν.
μισάγιος, μισάδικος, μισαλήθης, μισιεραρχία, μισόβρωμος, μισοδανειστής, μισοδέσποτος, μισόκοσμος, μισοκύκλωψ, μισόσαρκος, μισόλαγνος, μισολατίνος, μισομαθής, μισομαίμων, μισομάρτυς, μισομόναχος, μίσουχος, μισοχρήματος, μισοχριστιανός
νεοελλ.
μισαλλόδοξος, μισελευθερία.Σύνθ. με β' συνθετικό -μισώ, -μισής, -μισος αρχ. αλληλομισώ, αντιμισώ, απομισώ, διαμισώ, εκμισώ, προσμισώ, συμμισώ, υπερμισώ, φιλομισώ
νεοελλ.
πολυμισώ
αρχ.
αμισής, θεομισής, παντομισής, πολυμισής, φανερομισής
/ αρχ. ἀξιόμισος, ἀφθιτόμισος, φανερόμισος, φιλόμισος.