ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
Full diacritics: μυρτωτή | Medium diacritics: μυρτωτή | Low diacritics: μυρτωτή | Capitals: ΜΥΡΤΩΤΗ |
Transliteration A: myrtōtḗ | Transliteration B: myrtōtē | Transliteration C: myrtoti | Beta Code: murtwth/ |
ἡ, a kind of vase
A patterned with myrtle-sprays, AJA31.349.
μυρτωτή, ἡ (Α)
είδος αγγείου διακοσμημένου με ανάγλυφους ή ζωγραφισμένους βλαστούς μυρσίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθ. μυρτ-ωτός (< μύρτος), πρβλ. κηρωτή].