νέοργος

Revision as of 19:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον, (ὀργάω)

   A freshened, invigorated, γῆ Thphr.CP3.13.3 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 243] von jungem Triebe strotzend, in schwellender Jugendfülle, wahrscheinlich f. L. für νέορτος, Soph. frg. 791.

Greek Monolingual

νέοργος, -ον (Α)
(για τη γη) αυτή που αναζωογονήθηκε, που ενδυναμώθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ὀργῷ «είμαι γεμάτος ζωή, γόνιμος» (πρβλ. βαρύ-οργος)].