ῶνος, ὁ, (ναῦς)
A = νεώριον, Hsch. (pl.); Ion., acc. to Phot.
νεών: -ῶνος, ὁ, (ναῦς) = νεώριον, Ἡσύχ.· Ἰων., κατὰ τὸν Φώτ.
2acc. sg. de νεώς¹.
νεών, ὁ (Α)νεώριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς + κατάλ. -ών (πρβλ. ξεν-ών)].