παραμάχαιρον

Revision as of 15:56, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

[μᾰ], τό,

   A side-dagger, colloquial word, Eust.413.39.

German (Pape)

[Seite 489] τό, dasselbe, Eust. 413, 39.

Greek (Liddell-Scott)

παραμάχαιρον: τό, πρόχειρον μικρὸν ἐγχειρίδιον τῆς ζώνης, Εὐστ. 413.39· παραμαχαιρίδιον: «ἀκινάκης: ἔστι δὲ ἐγχειρίδιον βαρβαρικὸν ὅ φασιν οἱ Ἕλληνες παραμαχαιρίδιον» Φαβωρῖν. κτλ.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
μικρό μαχαίρι ζώνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μαχαίρι].