ἀκινάκης

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκῑνάκης Medium diacritics: ἀκινάκης Low diacritics: ακινάκης Capitals: ΑΚΙΝΑΚΗΣ
Transliteration A: akinákēs Transliteration B: akinakēs Transliteration C: akinakis Beta Code: a)kina/khs

English (LSJ)

ἀκινάκου, ὁ, Persian word, short straight sword, Hdt. (v. infr.), cf. X.An.1.2.27 (also acc. ἀκινάκεα Hdt.3.118; pl. ἀκινάκεας v.l. ib. 128); ἀκινάκης ἐπίχρυσος, a Persian sword kept in the Parthenon, IG1.170.17, cf. 2.646.11; νὴ τὸν ἀκινάκην, a Scythian oath, Luc.Tox.38, cf.JTr.42. acīnăces in Hor.Od.1.27.5.

Spanish (DGE)

(ἀκῑνάκης) -ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-ᾰ-]
• Morfología: [ac. sg. -άκεα Hdt.3.118]
espada corta Περσικὸν ξίφος Hdt.7.54, cf. Anaximen.15, Medus acinaces Hor.C.1.27.5, cf. Plb.Fr.54, Arr.Parth.83, Luc.ITr.42, σπασάμενος τὸν ἀκινάκεα Hdt.3.118, cf. D.C.49.29.3, σιδήρεος Hdt.4.62, χρύσεος Hdt.8.120, cf. X.An.1.2.27, ἀ. ἐπίχρυσος guardado en el Partenón IG 13.354.81 (V a.C.), περίχρυσος IG 13.354.76 (V a.C.), cf. 22.1394.11 (IV a.C.), ἀ. σιδηροῦς τὴν λαβὴν χρυσῆν ἔχων IG 22.1425A.1.75 (IV a.C.).
• Etimología: Prést. del esc.

German (Pape)

[Seite 73] ὁ, ein pers. Wort, ein kleiner, krummer Säbel; Her. hat auch den accus. ἀκινάκεα, ἀκινάκεας, 3, 118. 128, neben ἀκινάκην, 7, 54, περσικὸν ξίφος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cimeterre, sabre recourbé et à deux tranchants des Perses et des Scythes.
Étymologie: mot persan.

Russian (Dvoretsky)

ἀκῑνάκης: ου, ион. тж. εος (ᾰᾰ) ὁ перс. акинак (короткий меч) Her., Xen., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκινάκης: ὁ, Λατ. acīnăces (Ὁρατ. ᾨδ. Ι. 27, 5.), Περσικὴ λέξις, ξίφος βραχὺ καὶ εὐθύ, Συχν. παρ’ Ἡροδότῳ, ὅστις κλίνει τὴν λέξιν -εος, -εϊ, -εα, 3.118, 128., 4. 62., 9.107· ἀλλ. ἐν 7. 54., 9. 80, σχεδὸν ἅπαντα τὰ χειρόγραφα ἔχουσι τὴν αἰτ. ἀκινάκην, ἀκινάκας (ὡς ἐν Ξεν. Ἀν.1. 2, 27, καὶ ἀλλ.), ἀντὶ -εα, -εας· ― ἀκ. ἐπίχρυσος, (πιθ.) Περσικὸν ξίφος, φυλαττόμενον ἐν τῷ Παρθενῶνι, Συλλ. Ἐπιγρ. 139.16, ἔνθα ἴδε Βοίκχ.· ὡσαύτως νὴ τὸν ἀκινάκην, Σκυθικὸς ὅρκος, Λουκ. Τοξ. 38· ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιολ. ἐν λέξ. [ῑ παρ’ Ὁρατίῳ].

Greek Monolingual

ἀκινάκης, ο (Α)
είδος περσικού ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνειο περσικής προελεύσεως. Πιστεύεται ότι η λ. ἀκίναγμα «τίναγμα» και η λ. του Ησύχ. ἀκιναγμὸς «τιναγμός, κίνησις» έχουν δεχθεί την επίδραση του ουσ. ἀκινάκης, εφόσον δεν μαρτυρείται ρηματ. τ. ἀκινάσσω «τινάσσω».
ΠΑΡ. νεοελλ. ακινακόμορφο].

Greek Monotonic

ἀκῑνάκης: [ᾰ], ὁ, περσική λέξη, κοντό κι ευθύ ξίφος, σε Ηρόδ.· το οποίο κλίνεται -εος, -εϊ, -εα· αλλά ο Ξεν. παραδίδει ἀκινάκην, ἀκινάκας, ως αιτ. ενικ. και πληθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: short sword of Persians and Scythians (Hdt.).
Other forms: κινάκης Soph. fr. 1061. The ι was long in Hor. Od. 1.27, 5.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Pers.
Etymology: Prob. Iranian loan. Benveniste Textes sogdiens, 1940, 202 (kyn'k); further Bailey TPS 1955, 69. κινάκης in Sophocles (Belardi Studia Pagliaro1, 1969, 202): could the word be non-Iranian but Pre-Greek?. - One supposes that ἀκίναγμα = τίναγμα (Lyr. Adesp. 30 B) and ἀκιναγμός τιναγμός, κίνησις H., arose under influence of ἀκινάκης (Mansion Les gutturales grecques 64).

Middle Liddell

Persian word, a short straight sword, Hdt., who declines it -εος, -εϊ, -εα; but Xen. has ἀκινάκην, ἀκινάκας as acc. sg. and pl.

Frisk Etymology German

ἀκινάκης: {akīnákēs}
Grammar: m.
Meaning: krummer Säbel der Perser und Skythen (Hdt., X., Luk. u. a.).
Etymology: Aus dem Iranischen; nähere Herkunft unbekannt. Unter dem Einfluß von ἀκινάκης scheinen ἀκίναγμα = τίναγμα (Lyr. Adesp. 30 B) und ἀκιναγμός· τιναγμός, κίνησις H., evtl. durch *ἀκινάσσω = τινάσσω vermittelt, zunächst in der Sprache der Komödie aufgekommen zu sein (Mansion Les gutturales grecques 64).
Page 1,53

Wikipedia EN

Akinakes dagger, burial mound of Arzhan (8-7th century BC), Tuva.

The acinaces, also spelled akinakes (Greek ἀκῑνάκης) or akinaka (unattested Old Persian *akīnakah, Sogdian kynʼk) is a type of dagger or xiphos (short sword) used mainly in the first millennium BCE in the eastern Mediterranean Basin, especially by the Medes, Scythians, Persians and Caspians, then by the Greeks.

The acinaces, of Scythian origin, but made famous by the Persians, rapidly spread throughout the ancient world. The Romans believed that this weapon originated with the Medes.

The acinaces is typically 40–60 cm (14-18 in.) in length and double-edged, and although there is no universal design, the guard may be lobed with the hilt resembling that of a bollock dagger, or the pommel may be split or of the "antenna" type. The scabbard as much as anything else defines the acinaces and usually has a large decorative mount near the opening, allowing it to be suspended from a belt on the wearer's right side.

Wikipedia EL

Ο ακινάκης ή ακινάκα (πιθ. αρχ. περσ. *akīnakah, σογδ. kyn-ak) ήταν αρχαίο κοντό ξίφος, σε χρήση κυρίως κατά την 1η χιλιετία π.Χ. στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, ιδίως από τους Μήδους, τους Πέρσες και τους Σκύθες, και αργότερα από τους Έλληνες. Χρησίμευε κυρίως ως όπλο για τη μάχη σώμα με σώμα.

Ο ακινάκης επινοήθηκε από τους Σκύθες, αλλά έγινε πολύ γνωστός από τους Πέρσες και εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι πίστευαν ότι το ξίφος αυτό καταγόταν από τους Μήδους.

Οι Ακινάκες (Ακινάκαι) ήταν αρχαίος λαός αναφερόμενος από τον Πτολεμαίο, που ζούσε στο νοτιότατο τμήμα της Βακτριανής.

Translations

az: akinak; be: акінак; bg: акинак; ca: acinaces; de: Acinaces; el: ακινάκης; en: acinaces; es: acinaces; fa: آکیناکه; fr: acinace; he: אקינקס; hy: ակինակ; id: akinaka; it: acinace; ja: アキナケス; kk: акинак; ku: akîneke; ky: акинак; la: acinaces; lt: akinakas; nl: acinaces; pl: akinakes; pt: acínace; ru: акинак; tg: акинак; uk: акінак; uz: akinak